(απαγγελία, μουσική και video)

 

Η Βιργινία περπατά αναλαφρη. Κανει δυο κύκλους, σηκώνει τα χέρια ψηλά. 

-Ω λευκότητα, ω νύχτα, ώ έρωτα, ω ζωή. Πως να χωρέσει θάνατος εδώ. Κι αν ερθει μήπως αυτοστιγμεί δεν είναι που θα χάσει το νόημά του... Τι πληρότητα Θεέ. Κι οι πόλεις πέρα.....σε ύμνο ερεβώδη, να αγνοούν τα ελάχιστα, τα μέγιστα, τα ωραία! Μια κίνηση ξαφνιάσματος. Μια σκια; Σε τόσο ασήμι χωρούν σκιές; Κι όμως ...είσαι εσύ; Παύλο; Εσύ είσαι!
(Παυση σαν να κανει ερωτηση ο Παυλος)
-Αν σε περίμενα; Τι σημασία έχει. Εσυ ήρθες, στην ώρα σου. Κι εγω στην ώρα μου την καλύτερη είμαι. Κοίτα με. Ανθός αλατιού στο προσφιλές μου τοπίο!

(Παύση)
-Δεν καταλαβαίνω … Ποιο κακό να προλάβεις; Τι εννοείς κακό; Και βέβαια δεν θα αρνηθώ πως ήμουν εκεί μέσα. Φωταψίες λες είδες; Από το παράπηγμα πίσω μου βγαίναν φωταψίες; Ω Παύλο, να που τώρα επιβεβαιώνεις πως τα θαύματα δεν συντελούνται πάντα στην σιωπή
(ερώτηση)
 - Ποιο θαυμα ρωτάς; Εσύ ρωτάς ποιο θαύμα, που έζησες απανωτα θαύματα μαζί μου στα δεκατρία χρόνια του κοινού μας βίου; Σε καθε γέννα δεν έλεγες να το θαυμα του κόσμου; Γέμισα την αυλή μας μικρά πανομοιότυπα θαύματα. Τι άλλο για να πιστέψεις στην ομορφιά του κόσμου; Σιωπη -Σου μίλησαν για έπαθλο; Ω, οι ανθρωποι... ‘Επαθλο είναι να αποδίδεις στον δίκαιο το δίκαιο; Αν ναι με αυτό στεφάνωσα τον νικητή. Μα ναι καλέ μου. Στον σακάτη γιό του Σακκά απέδωσα τιμές. Παύλο-Παύλο στους Ολυμπιακούς του σώματος ήταν αναγκαία η αρτιμέλεια. ‘Οταν το πνεύμα διαγωνίζεται με την ψυχή, τότε το σώμα μικρό ρόλο παίζει ερωτηση Τι ερώτηση! Βέβαια είναι όμορφος εκείνος. Με μια ομορφιά άλλου κόσμου. Η ομορφιά του φτιάχτηκε από οδύνη και τύψεις, από την πίκρα και την ανικανότητα, γιατι η ζωή έτρεχε δίπλα του, κι εκείνος είχε τιμωρηθεί να μην την ακολουθεί. Ενα βραβείο όμως Παύλο, γίνεται τάφος των αρνήσεων και αφετηρία αγώνων
(Ερώτηση) 
Πάλι δεν με εννόησες σύζυγέ μου. Δεν ήταν θέμα η ομορφιά. Κι εσυ ήσουν όμορφος σαν σε γνώρισα. Με κείνο το μαύρο φανελάκι που η βροχή κολλούσε επάνω σου. Μοιραίος σαν θάνατος. Δεν μιλούσες τότε. Και τώρα θα ήσουν υπέροχα ωραίος αν δεν μιλούσες. Σε αυτό το λευκό τοπίο, δεν ταιριάζουν οι λέξεις. Εδω λατρεύεται η σιωπή. Προσκυνάμε το νόημα. Δεν έπρεπε να έρθεις.
(Ερώτηση) 
 Με ξαφνιάζεις...Τώρα μεγαλώνεις το χάσμα σαν μιλάς για γυρισμό. Δεν υπάρχει αγάπη μου γυρισμός. Ποιος όρκος μπορεί να σταματήσει τον κόσμο να γυρίζει. Ποια δύναμη μπορεί να εξαναγκάσει τον στρατοκόπο να τερματίσει τους δρόμους του; Μίλησα ποτέ για κάτι τέτοιο εγω; Οχι, όχι, όχι αγάπη μου. Δεν ήμουν εγώ που ήθελα την ήρεμη ζωή. Εσύ την ήθελες. Θυμήσου μόνο, πως ένα βράδυ έσκυψες και μού πες πως με κρατάς στο χέρι. Είπες πως μόνο σαν σύζυγος, δεν θα γινόσουν μάρτυρας και κατήγορος φόνων.  Μακάρι να μην το είχες κάνει, ίσως τότε, ακόμα να εξερευνούσαμε παρέα τα πρόσωπα της ζωής, αν όχι του έρωτα. Όμως πάνε αυτά τώρα .. Εξάλλου και από την δικαιοσύνη των ανθρώπων να είχα καταδικαστεί, στα δεκατρία χρόνια πάλι θα είχα αποφυλακιστεί.
(Ερώτηση) 
Και βέβαια υπήρξα ευτυχισμένη. Όσο ξεδιψούσα. Όταν η κανάτα άδειασε μου έμεινε η δίψα. Αχ καλέ μου, μη μου αντιπαραθέτεις τις θυσίες που έκανες για μένα. Ναι άφησες ότι θεωρούσες πιο ιερό, ναι εγκατέλειψες το τρίπτυχο. Αυτό που σε γέμιζε ασφάλεια, μιας που ο φόβος καθόρισε όλη σου τη ζωή. Ησουν παιδί και έμεινες παιδί στην μεγάλη αγκαλιά μιας σπαραγμένης χώρας. Κι ύστερα έκανες παιδιά, για να περιτριγυριστείς από το τειχος της μελλοντικής σου αθανασίας. Ένα παιδί γλυκέ μου έμεινες, κι εγώ διάθεση καμμία πλέον να τροφοδοτώ ανθρώπινες ασφάλειες. Τι λες καλέ μου. Τα παιδιά μου; Ποια παιδιά είναι παιδιά μάνας μιας και όχι των μανάδων όλου του κόσμου; Αχ φτωχέ μου, αν επιμένεις να έχουν μία μανα εμπιστέψου τα στην Αλεξάνδρα. Έτσι θα της επιστρέψεις στο πενταπλάσιο τη χαρά που της στέρησες σαν την αρνήθηκες, γιατι ήταν το «κόκκινο» εμπόδιο στην καρριέρα σου.
(Ερώτηση) 
-Τι θα πει τελευταια φορά μου ζητάς να γυρίσω πίσω; Γυρνάει πίσω το ποτάμι; Δεν υπάρχει επιστροφή για μενα καλέ μου καταλαβέ το. Χαιρέτισε με εδώ, σε αυτή τη γη, που έχει ποτιστεί από τον ιδρώτα και το αίμα των εργατών της...και φύγε. Ετσι, όπως είσαι στην σκοτεινιά σου, τόσο όμορφος... Μα πόσο όμορφος είσαι αγάπη μου! .. Μόνο που το βιβλιο σου καλέ μου το έχω λεπτομερώς αποστηθίσει.  Κοίτα εδώ πως λούζονται τα πάντα στο φως του φεγγαριού. Κοίτα πως οι οι ψαράδες στολίζουν τις ακτογραμμές με κίτρινα φανάρια! Κοίτα πόση λευκότητα υπάρχει στην γη κι εμεις καταδικαζόμαστε στο σκότος των προσωπικών μας τειχών. Άκου πως ψιθυρίζει η θαλασσα στην γη. Άκου πως εμπιστεύεται η νύχτα τη μέρα. Κοίτα τους Αλυκάριους που αφιερώνουν τη ζωη τους για να ζήσουν κάποιοι άλλοι.
Μια τεράστια γκρίζα ζώνη , όπου ενώνεται το ανθρώπινο με το θείο είναι ο τόπος αυτός καλέ μου. Πως να τον εγκαταλείψω; Είναι ο τόπος εδώ, μέσα στο θείο τρίγωνο, όπου το αίμα της θυσίας στα Μακρονήσια, χρωμάτισαν τους τάφους των Κούρων της Αναβύσσου και τις Ποσειδώνειες Κολώνες του Σουνίου. Αχ Παύλο. Εσύ που έζησες στον φόβο, δεν σκιάζεσαι που βγάζεις τούτο το μαυρομάνικο; Ποιον θα τελειώσεις θαρρείς με μαχαιριές. Ναι βέβαια, μου τοχες πει, στο σωμα σε μαθαν τα τριών ειδών χτυπήματα. Πρώτα τα καιρια, σε στέλναν έλεγες στην άλλη όχθη, πριν καν προκάμεις τον φονεα σου να ρωτήσεις το γιατι. Ύστερα τα επώδυνα, όπου ο θάνατος μπρος στην οδύνη τους, δείχνει ελαφρύς κι εκείνα που αργούν σαν τιμωριες στην κόλαση φτιαγμένα για ενοχές και μεταμέλειες. Εσύ σ΄εμένα ποιά θα δοκιμάσεις; Δεν μιλάς; Η άλλες λέξεις από το να σε ακολουθήσω δεν υπάρχουν;
(Γινεται κινηση σαν να της έμπηξε το μαχαίρι στο δεξί πλευρό. Ξαφνιασμα και βλεμα με οικτο)
Θα με σβήσεις; Αυτό πιστεύεις; Δόλιε μου.
(Χτυπήματα Τινάζεται πίσω και πέφτει στο αλάτινο ανάχωμα. Το αίμα της άρχισε αργά να βάφει το λευκό)
 Μα αντίθετα εσύ γλυκο μεθύσι μου χαρίζεις. Παραίσθηση νάναι, ότι μπορώ να βλέπω τα ψαροπούλια, που πέρα από τις αλυκές, νέα ζωή δημιουργούν στις λόχμες και τα αλμυρίκια; Κι όμως μπορώ να βλέπω, ψυχές να φτερουγίζουν μέχρι και στις απέναντι ακτές των μικρονήσων Τις αλυκές, που απλωμένες περιμένουν το αίμα μου για να σβήσουν τις ανομίες όσων ασχημόνησαν εις βάρος του. Βλέπω την Αλεξάνδρα, να σκέφτεται, πως υπήρξε σοφότερη από μένα που έδρεψε καρπούς χωρίς να επιτρέψει να ματώσει η ψυχή της παρά μια μόνη φορά. Το σπίτι μας, να, το βλέπω! ανοίγει πόρτες και παράθυρα. Πουλιά ελευθερώνονται τα δεκατρία φυλακισμένα χρόνια μου.Τα βλέπω σύρω από τη σοβαρή Σελήνη να ενώνονται με τους λίγους μήνες της τωρινής μου γνώσης. 
Μα τι παράξενο! Τι το εξαίσιο συμβαίνει Παύλο. Δεν βλέπω την ζωή την περασμένη –καθώς ταιριάζει σε μελλοθάνατους- μα την μελλοντική. Ω ευλογημένε θάνατε τι δώρα ανεκτίμητα προσφέρεις !
(με ενθουσιασμό)
Δώρο να βλέπω τα παιδιά, στην Αλεξάνδρα δίπλα να μεγαλώνουν. Την μικρούλα Μαριάμ βλέπω, να αφήνει την λάσπη, να ανατριχιάζει και να στρέφει το όμορφο κεφάλι της κοιτώντας τον αέρα όπου δεν υπάρχει τίποτα –παρά μόνο εγώ ή το πνεύμα μου. «Η μάμα, ήρθε η μαμά» φωνάζει . «Λέει πως θα φύγει και πως μας φτάνεις εσύ με τις ιστορίες σου, έτσι είναι;» Βλέπω την Αλεξάνδρα να απαντά πως ναι, μα βλέπω και την σκέψη της ακόμα!  Ω θαυμάσια ενόραση που χαρίστηκε σε μένα την ανάξια! Σκέφτεται πως, δεν κατάφερε την νύχτα να συγκρατήσει εσένα τον γιό της, που κινούσες με την μηχανή σου αναστατωμένος – όμως ανακάλυψε κάμποσα γράμματα που την ξενύχτησαν και που τα υπόγραφε μια Ερμιόνη Κατσαφά.

Να που πιο μέσα βλέπω τον μεγάλο μου τον Ρένο σκυμμένο στο γραφείο του, ξαφνιάζεται με τον αέρα που μετατοπίζεται –ναναι η σκέψη μου, η αγάπη μου η οι δικές του σκέψεις - δεν γνωρίζει τους όρους και τους νόμους του πέραν...Η αλήθεια είναι πως θα ήθελα να του πω να είναι καλός, μετα σκέφτομαι τι θα πει καλός, πάντως αυτός μου απαντά «Κοίτα εσυ να βρεις το χαμόγελό σου, και άσε μας εμάς, στο έχω ξαναπεί αυτό μόνο θέλω» και αρπάζοντας το ποτήρι με το νερό, να βγαίνει τον βλέπω στο παράθυρο να το λούζεται, τινάζοντας σαν άτι το κεφάλι δεξιά αριστερά. Βλέπω την Μάτα μου, να μετράει μυρμήγκια κάτω από το κλίμα της αυλής «σαγαπώ πολύ, να με ξεχάσεις γρήγορα» ψιθυρίζω μα εκείνη χύνει με το ποτιστήρι νερό στην φωλιά ώστε να προλάβει να τα μετρήσει και ξέρω πως το κορίτσι αυτό, θα βρίσκει πάντα τρόπους να φέρνει τα αποτελέσματα που θα επιθυμεί στην ζωή της.
Βλέπω το βρέφος μου, στην αγκαλιά της Αλεξάνδρας. Μπορώ να χωθώ ανάμεσα στα σκεπάσματα του παιδιού. «Νάσαι καλά στερνό μου» του λέω κι εκείνο με προτρέπει να παω στον ουρανό μου, γιατί κι αυτή σαν μεγαλώσει, θα μαχηθεί για τη γη της, για το κομμάτι του ονείρου της, για το δικαίωμα της να υπάρξει πίσω από κάθε όριο, ώστε να μην αναγκαστεί -σαν εμένα - να αποχωρήσει από των ανθρώπων τις ανάγκες.

Ξέρεις Παύλο τούτο το μικρό έχει, όλα όσα μου έλειψαν. Γι αυτό και τούτο το πλάσμα μέλλει να προσφέρει, όχι σε ιδέες και νοήματα η δυνάμεις υπερφυσικές, μα στον άνθρωπο, λίγη ομορφιά παραπανήσια, λίγη συγχώρεση παραπάνω, λίγη καλωσύνη περισσή, λίγη ακόμα γνώση της φύσης του ανθρώπου. Αχ, να το δεντρόσπιτο όπου ο Αρης μου στοχάζεται. Αυτός θα ντρέπεται για μένα. Γι αυτό θα κλείνεται κάθε τόσο σε φυλακές, ώστε να μη τον φτάνουν οι ματιές των ανθρώπων. Ως να καταλάβει πως το βλέμμα και ο λόγος ο κακός, είναι για τους ανόητους. Τότε θα σηκωθεί ο γίος και θα απαγγείλλει στις αγορές την ελευθερία του πνεύματος, γιατι μόνο τότε θα έχει καταλάβει, πως η ελευθερία είναι άνωθεν και ο νόμος απλώς ανθρώπινη χειροπέδη, για την τήρηση μιας τάξης αμφισβητούμενης.
Ω ταξίδι υπέροχο, ω πενία ανθρώπινη να θεωρείς πως τα παιδιά είναι τα φράγματα στην ορμή του θανάτου; Τα παιδιά την έχουν μέσα τους την σοφία του θανάτου, την έχουν διδαχτεί από αλλού. Η γήινη ζωή τους παίζει τον ρόλο της γομολάστιχας, σε κάθε τι σοφό, που από Πάνω έχει γραφτεί και το απαλοίφει η ανθρώπινη επέμβαση, ώστε ο άνθρωπος να κάνει την αντίστροφη πορεία προς την γνώση, με τα δικά του ολίγιστα μέσα.. Γιατι αυτό είναι ο θάνατος. Μια υπέροχη αλήθεια, με πολλές μορφές. Κάποιες άσχημες, άλλες συνήθεις, πολλές βίαιες, αρκετές ειρηνικές, μα ορισμένες πραγματικό τεχνούργημα. Ειναι αυτές, όπου ο ήρωας, έχει απαλλαγεί από κάθε φόβο, κάθε επιθυμία, κάθε προκατάληψη, και ελεύθερος οδεύει για την μεγάλη συνάντηση με την ουσία του.

Φεύγω - η ίπταμαι – ευχαριστημένη που όλοι συνεχίζουν τις δουλειές τους. Δεν υπάρχει στην ζωή διακοπή.
Κι εσείς εδώ, αγαπημένοι άνθρωποι, όλοι μαζεμένοι σαν τραγωδίας χορός, μη λυπάστε, κανένα τέλος δεν είναι φοβερό σαν ξέρεις την συνέχεια. Μη λυπάστε, η ομορφιά και η νεότητα πεπερασμένα είναι. Τα αγαθά των ζωντανών, δεν είναι μεγαλύτερα από τα κεκρυμμένα αγαθά του θανάτου.
Μη λέτε λόγια λύπης. Αυτά τα ανόητα λόγια οικτιρμού, δεν μου αξίζουν, σε κανέναν άνθρωπο δεν αξίζουν. Τα λόγια μπορούν να θαμπώσουν την μεγαλόπρεπη λάμψη ενός θανάτου – κομψοτέχνημα.
Γιατι ναί υπάρχουν θάνατοι κομψοτέχνημα, όπως υπάρχουν και ζωές υπέροχες...Σαν εκεινου...ιδέσ τε τον, που κάνει τα πρώτα βήματα στα ισχνά του πόδια. Ο εύσχημος νέος που έγινε σοφός, καθηλωμένος στην αναπηρία του, (τραγουδιστα σαν παιδικο τραγουδι) «στράτα, στρατούλα, αγάπη μου...καλόστρατη να είναι με την συγνώμη οδοδείκτη σου»
(Χτύπημα)
Ω μα τι λετε άνθρωποι. Μην τον δικάζετε. Σαν τον Ιούδα κρατούσε το κλειδί της ανάστασης μου. Αφήστε τον νε τελειώσει το έργο του. Μόνο καλέ μου που Δεν μπορείς να με αφανίσεις καθώς μου λές. Κοίτα το αίμα μου που πάει. Περνάω στην μνήμη του αλατιού. Από δω κι εμπρός σε κάθε σου μπουκιά θα είμαι μέσα. Το αλάτι της ζωής σου, η χαρά σου, η τροφή  σου. Δεν αφανίζομαι εγώ, είμαι η Βιργινία, η παρθένα,  η πρώτη γυναίκα που την ονόμασαν Εύα, είμαι η ανώνυμη γυναίκα του  Λοτ, που πλέον περνώ με ταυτότητα στην ιστορία της γης, αφού είδα και γνώρισα
(Παίρνει ανάσα κι ακούει)
-Ρωτάς ακόμα τι δεν μπόρεσες να μου δώσεις; Την λύση στις απορίες μου. Να μου έλεγες ήθελα, πως εγώ είμαι και η ερώτηση κα η απάντηση. Πως εγώ είμαι η λησμοσύνη και η μνήμη.
Εγώ είμαι ο χρόνος και το άχρονο. Μα δεν το γνώριζες. Έπρεπε εγώ  μόνη μου να το ανακαλύψω. Καθώς μόνη μου ανακάλυψα πως αυτό που βλέπεις (κανει κινηση πως χυνει μια χουφτα αλάτι) κι εσύ το ονομάζεις απλώς αλάτι, είναι το σημείο μηδέν όπου πάνω του οι αντίρροπες δυνάμεις μηδενίζονται.  Γατί το πνεύμα μου πάει τώρα - δεν το βλέπεις - με την άχνη του αλατιού, (κανει κινηση χορευτικη με τα δάκτυλα προς τα πάνω) μα το αίμα μου περνάει στα έγκατα όπου καταγράφεται στην μνήμη των στοιχείων.(κανει κίνηση προς τα κατω με τα δάκτυλα)

Μη λυπάσαι Παυλο.
(Γυρνα δεξιά που υποτίθεται πως βρίσκονται οι αλυκάριοι)
Μην τρομάζετε. Κι όλοι εσείς δούλοι του ήλιου και του αλατιού μην τρομάζετε. Οι άνθρωποι πεθαίνουν σε απόλυτη μοναξιά. Κι εγω ευλογούμαι με ένα δοξαστικό τέλος. Κι αυτό μου το προσφέρεις εσυ (Γυρνα αριστερα που υποτίθεται πως είναι ο Παύλος) γι αυτό με την σειρά μου σε ευλογώ. Αφού εσύ έγινες σκαλί να οδεύσω στην μετουσίωσή μου. Εσύ κρατούσες το κλειδί της θύρας μου, εσύ με ελευθερώνεις από έναν κόσμο ελλείψεων και συμβιβασμών» Στρέφει τα μάτια ψηλά προς το ύψωμα Α, να κι η έρμη Μπάκαινα. Τώρα υπογράφει Ερμιόνη Κατσαφά. Κι αυτή την δική της ταυτότητα ψάχνει ανά μεσα σε νεκρους κι αναστημένους (τραγουδώντας ) Γύφτοι τα φτιαξαν τα καρφιά ξημέρωμα Σαββάτου. Αχ η φτωχή, φτωχότερη κι απ΄τον έσχατο φτωχό αφού έζησε για την εκδίκηση! (φωναχτά να την ακούσει)
Δεν σκέφτηκες δόλια μάνα, πως πια ο πεθαμένος γιός σου, θα παψει να σε επισκέπτεται τις νύχτες;
(Γυρνώντας στον Παύλο και τους Αλυκάριους μιά δεξιά, μια αριστερά)

 

(video και μουσική χωρίς απαγγελία)

Δεν της πέρασε απ΄το μυαλό πως από δω και πέρα, θα προτιμούσε ο πεθαμένος της, την δική μου συντροφιά ως στοιχεία ομοούσια και γι αυτό με θεία συγγένεια ενωμένα; 

Ω ανθρωποι, ελάχιστοι στα πάθη σας, πως λαχταρώ να φύγω για την χώρα μου. Εκεί όπου θα απαντηθούν τα αναπάντητα...

 Οι Αλυκάριοι σε απόλυτη πλεον σιωπή όλο και πλησίαζαν. Ο άντρας χτυπούσε, ακόμα κι όταν η γυναίκα είχε μείνει ασάλευτη. Χτυπούσε ακόμα και όταν γύρω του ο κλοιός αντρών και γυναικών έγινε σφικτή φυλακή.

 your device is mobile? click here


 

Pin It