οι Μαινάδες του Κηφισού

Ενα μικρό κορίτσι παρακολουθεί με τις φίλες της (μαιναδες του Κηφισού) την υπεξαίρεση του αλατιού από το Ελληνικο Μονοπώλιο. Από τοτε εξαναγκάζει τον πατέρα της (κλέφτη του αλατιού) τις νύχτες να την νανουρίζει με παραμύθια σχετικά με το αλάτι.
Μεγαλώνοντας και αφου περάσει χρόνια κάνοντας οικογενεια θα οδηγηθεί στις αλυκές όπου και θα δουλέψει, λες και το αλάτι της ζητά να ξεχρεώσει τις ανομίες του πατέρα της.
Εκει θα ζητησει να τις λένε ιστορίες των αλυκών και υπόσχεται να βραβεύσει την καλύτερη με ότι έχει ανάγκη ο εξιστορητής.. Οι ιστορίες λέγονται καθε βράδυ και αυτή βρίσκει ελαττώματα, μεχρι την τελευταία νυχτα που ανακαλύπτει πως όλες οι ιστορίες ανήκουν στον ανάπηρο φύλακα των αλυκών που θέλοντας να την ευχαριστήσει καταπιάνεται με την συγγραφή τους.
Ετσι η ηρωίδα, πηγαίνει στην καλύβα του να του δώσει το έπαθλο, το οποίο είναι εντελώς απρόσμενο για τον ανάπηρο και αναζωγονητικό σε σημείο που τον γιατρεύει από την ψυχολογικη του αναπηρία.
Βγαίνοντας η γυναίκα θα βρεθεί μπροστα στον σύζυγό της που ειδοποιημενος από κάποιαν άλλη (που ζητουσε εκδίκηση) θα την σκοτώσει στους αλατοσωρους με 28 μαχαιριές λέγοντας της πως θα την αφανισει
Εκεινη γελά και απαντά πως δεν αφανιζεται. Απλώς επιστρέφει μαζί με το αλάτι και το νερό στα σπλάχνα της γης απ΄οπου και προήλθε..
Ο φύλακας των αλυκών μετα τα γεγονότα αυτά κατασταλάζει πως η επιθυμία του είναι να καταγράφει τις ζωές των άλλων και αρχίζει το πρώτο του μυθιστόρημα με την ιστορία που έζησε το καλοκαίρι εκείνο του 1968 στις αλυκές του πατέρα του, που κάποτε στρατιώτης, προκειμένου να δει την δική του αγαπημένη, ειχε αργήσει να φύγει για να απλώσει το αλάτι στους χιονισμενους δρόμους της Βόρειας Ελλάδας.

   
       
               salt10     salt11     salt12    salt13    
  _________________________________________________________________________________________________________________________________    
  οι Μαινάδες του Κηφισού
Κηφισός, η νεραιδοχώρα των κοριτσιών
μουσική και video Γιάννης Τσατσάκης
   
 
   
audio  
   
video   
   
   
  _________________________________________________________________________________________________________________________________    
  Αίμα και αλάτι  (μονόπρακτο)
μουσική και video Γιάννης Τσατσάκης
   
 
   
audio        
   
video   
   
   
 
   

μουσική, video
  & απαγγελία
 
 
η παρουσίαση
στο Ιδρυμα Θεοχαράκη
 

Ενα μεγάλο ευχαριστώ στην ηθοποιό Θεοδώρα Σιάρκου, που με την εξαιρετική ερμηνεία της κυριολεκτικά "απογείωσε" το δρώμενο αυτό!

μπορείτε να δείτε ολόκληρο το κείμενο του μονόπρακτου ΕΔΩ

  * Η Θεοδώρα Σιάρκου γεννήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου στην Αθήνα, αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, μιλάει δύο ξένες γλώσσες, έχει συμμετάσχει από το 1995 σε πολλά θεατρικά έργα, σε επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές. Μαθήτρια ακόμη στη Δραματική, μετείχε στο Χορό των Ιερειών σε Τελετές Αφής Ολυμπιακής Φλόγας από τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Λιλεχάμερ (1994). Στις δεξιότητές της συμπεριλαμβάνονται: το τραγούδι από ρεμπέτικο, ελαφρύ, ελαφρολαϊκό, μέχρι μπαλάντα, σύγχρονο, μιούζικαλ και ποπ
 
   
 
   
 

Οι κόκκινοι
μουσική & video Γιάννης Τσατσάκης

   
 
   
video   
   
   
 

 Η σκηνή της κηδείας 1η Μάρτη ημέρα Πέμπτη 1952

Πρώτη είχε διαβάσει η μάννα του το σημείωμα. Ποτέ δεν θα μάθει τι ακριβώς της έγραψε. Ποτέ δεν θα μάθει πως ήταν σαν τον βρήκε και που. Με το που γύρισε στο σπίτι μόνο, εκείνη τον περίμενε στην άκρη της αυλής.
«Ξέρεις γιέ, ο πατέρας σου σκοτώθηκε. Τον σκότωσαν θα έπρεπε να πω, αλλά μόνος του πυροβολήθηκε.Τον έχω στο σπίτι. Μην τρομάξεις»
Να μην τρόμαζε. Ωραία δεν θα τρόμαζε. Μήπως τώρα θα έπρεπε να τραγουδήσει και το «επέσατε θύματα αδέρφια εσείς;» σκέφτηκε και έψαξε μέσα του ακαριαία να βρει ένοχο τον εαυτό του στο ελάχιστο. Εκείνη το κατάλαβε. «Κανένας μας δεν φταίει γιέ. Εκείνοι φταίνε που τον έφεραν σε αυτό το σημείο»
Ο Παύλος την παραμέρισε μαλακά και πέρασε μέσα. Στο κρεβάτι το σιδερένιο, καθαρός και αλλαγμένος. Τα χέρια παράλληλα με τους μηρούς του. Σοβαρός. Η θλίψη που είχε μόνιμα φορέσει με την επιστροφή του από την εξορία δεν υπήρχε. Μύριζε λεμόνι κολόνια. Μόνο στο κεφάλι περασμένο ένα μαύρο ύφασμα, συγκρατούσε τα μαλλιά του ψηλά και κάλυπτε το μέτωπο.  Κοίταξε την μάνα του. Σοβαρή κι αυτή με το φρύδι το ένα σηκωμένο ψηλότερα. Αναρωτήθηκε ποιόν ειρωνευόταν, τον θάνατο; Μπορεί και αυτούς που τον οδήγησαν εδώ, ανακάλυψε ο Παύλος και ανίχνευε τα δικά του αισθήματά. Δεν κατάφερε μα βρει άκρη.

Δυσκολεύτηκαν επίσης να βρούνε τρόπο να μεταφερθεί ο νεκρός στο κοιμητήριο. Τελικά έφτασε μια καρότσα ζεμένη ψωραλέο άλογο. «Πήγες έμαθα πρώτα στον σταθμό της χωροφυλακής και το γνωστοποίησες, καλά έκανες έτσι έπρεπε να γίνει, έστειλαν και τον γιατρό μου είπαν για να δώσει πιστοποιητικό θανάτου. Κι εγώ όπως μου ζήτησες μίλησα με το νεκροταφείο, έχουν έτοιμα τα πάντα, μας περιμένουν» είπε ο καροτσέρης στην μάνα του κι εκείνη ρώτησε ποιά όλα έχουν έτοιμα.
«Εντάξει τα ξέρεις τώρα τι να τα λέμε, ξέρεις το πρόβλημα που υπάρχει με την εκκλησία, τον τάφο! Αυτόν έχουν έτοιμο!»  Τον ανέβασαν και κάθισαν απέναντι - απέναντι σε όλο τον δρόμο.

Βαρύς καιρός, έτοιμος να ρίξει μπόρα. Τα χωράφια κι αυτά βαριά, η υγρασία ακουμπάει το έδαφος σβήνοντας τα όρια του πάνω και του κάτω.

Χιλιόμετρα έξω από τον συνοικισμό.  Φίλοι δεν υπήρχαν, προσκαλεσμένοι στο θανατικό επίσης, οι τρείς τους θα ήσαν άντε και ο νεκροθάφτης που θα έριχνε πίσω τα χώματα. Το τράνταγμα στην καρότσα τους αποζάλισε, σαν χαμένοι ένοιωθαν, ο Παύλος μια στιγμή μόνο πρόλαβε να σκεφτεί πώς να ένοιωθε η μάννα του η Αλεξάνδρα που χωριζόταν για άλλη μια φορά, αμετάκλητα πλέον τον άντρα της έλεγε αυτός, τον μεγάλο της έρωτα διέδιδε ο κόσμος.  Δεν πρόλαβε να υποθέσει τίποτε. Γιατί στο βάθος, εκεί που ήταν η θέση του κοιμητηρίου μια σειρά πολύχρωμη τους περίμενε.  «Έχει γούστο να το μάθανε και να ήρθαν για τον τελευταίο ασπασμό οι παλιοί φίλοι απ΄το κόμμα σκέφτηκε αλλά θυμήθηκε την ποινή της αδιαφορίας που του είχαν επιβάλλει μετά την επιστροφή του απ’ το νησί.

Τα πρόσωπα άγνωστα και αγριεμένα σχημάτιζαν τείχος που εμπόδιζε την είσοδο, στον περιφραγμένο με κοτετσόσυρμα χώρο, που έτσι κι αλλιώς δεν επρόκειτο να διασχίσει η άμαξα.. Μια ομήγυρη εξαγριωμένων ήταν, που καθώς αποδείχτηκε απαιτούσε να μην ταφεί ο μιαρός «κόκκινος» δίπλα στους αγαπημένους νεκρούς τους. 

«Άσε που δεν άξιζε ούτε καν να ταφεί στην γη, αφού έφτυσε τον θεό πετώντας τη ζωή του στα μούτρα του. Ας τον έτρωγαν τα αγρίμια που θα κατέβαιναν την νύχτα απ’ το βουνό, στο βουνό έδρασε μια ζωή,το βουνό του άρμοζε καλύτερα». Ο καροτσέρης κοίταξε το ρολόι του και πριν πάρουν φωτιά έδειξε τον παπά που ερχόταν από το εσωτερικό και που όμως αποδείχτηκε χλιαρός υποστηρικτής της ταφής.

Εκεί επάνω ακούστηκε ο βόμβος λεωφορείου. Ο σαματάς σταμάτησε και όλοι στράφηκαν κατά τον δρόμο. Τι δουλειά είχε στην ερημιά του κόσμου. Εδώ δεν αρκούσαν στην πρωτεύουσα, περίσσευαν για την άκρια του θεού; Το λεωφορείο σταμάτησε μακριά. Ένας άντρας με καπέλο και ομπρέλα κατέβηκε και πλησίασε διασχίζοντας το πλήθος, μιλώντας για λίγα δευτερόλεπτα με τον ιερέα και τον εκπρόσωπο της κοινότητας. Εκείνοι κούνησαν το κεφάλι καταφατικά και ο άντρας με το παλτό και την ομπρέλα διασχίζοντας αντίστροφα τώρα το αγριεμένο πλήθος κατευθύνθηκε προς το ακινητοποιημένο πούλμαν. Μπήκε μέσα και το αυτοκίνητο πλησίασε ακόμα περισσότερο σταματώντας στα πεντακόσια περίπου μέτρα. 

Όλοι προσπαθούσαν να διακρίνουν ποιοι επέβαιναν μα κατάλαβαν μόνο πως όλες οι κουρτίνες των παραθύρων είχαν τραβηχτεί με αποτέλεσμα να μην διακρίνουν απολύτως τίποτε. Ο Παύλος σήκωσε κενή ματιά του προς το μυστηριώδες πούλμαν (θα είχε γούστο οι σύντροφοί του να απέδιδαν τιμές στον άντρα που έδωσε τα πάντα για τις ιδέες του, ξαναθυμήθηκε την ποινή της αδιαφορίας και αποφάσισε πως τίποτα δεν περίμενε. Μόνο να έρθει η εντολή.

Ψιλόβροχο. Νεκρός κάτω από το ψιλόβροχο. Μάννα μουσκεμένη με το κεφάλι ψηλά να οικτίρει - αχ αυτά υα σηκωμένα φρύδια - την συμπεριφορά των ανθρώπων, κάτι που έδειχνε από στιγμή σε στιγμή πως θα πυροδοτούσε νέες εκρήξεις.  Κάποιος δοκίμασε να πλησιάσει το μυστηριώδες όχημα. Ο οδηγός κατέβηκε να τον απομακρύνει σχεδόν με σπρωξιές.

«Που ξέρουμε ποιοι κρύβονται μέσα» έλεγε και δοκίμαζε με επιτόπου πηδήματα πίσω από τον ώμο του οδηγού να διακρίνει ποιοι κρύβονταν «μπορεί να είναι προδότες σαν αυτόν και ήρθαν να τον θάψουν. Μα από πάνω μας θα περάσουν» φοβέριζε και δώστου τα επιτόπου πηδήματα. Πέρασαν ώρες όπου ένα γένος θα έβρισκε τους άξιους αντιπροσώπους του ώστε να εξαθλιωθεί περαιτέρω.

Η Βιργινία κολλημένη στην σηκωμένη άκρια της κουρτίνας δεν μιλούσε. Μέσα από το ανομοιόμορφο πλήθος είχε ξεχωρίσει δυο κατάμαυρες αγέρωχες σιλουέτες.
Της γυναίκας και αυτής του αγοριού που κάποτε σήκωσε το κεφάλι προς την πλευρά της. Βέβαια και δεν θα την είδε. Τον είδε όμως αυτή. Είδε το χάος που υπήρχε στην ματιά του. Την αγέρωχη κορμοστασιά. Το μαύρο μπλουζάκι που κολλημένο στο στήθος του από την βροχή διέγραφε το σώμα. Είδε λίγο πριν και το δερμάτινο που είχε βγει για να προστατέψει την περήφανη γυναίκα. Και την άρνηση εκείνης να το δεχτεί. Τι άνθρωποι ήσαν;

Ο διευθυντής όμως μιλούσε. Ας μάθαινε από αυτόν λοιπόν. Μιλούσε ο διευθυντής γι’ αυτούς χωρίς καν να τους ξέρει. Δεν χρειαζόταν να τους ξέρει προσωπικά είπε. Όλοι αυτοί είχαν την ίδια φάτσα, τα ίδια φονικά μάτια, την ίδια γλώσσα που ήθελε κόψιμο, τις ίδιες ιδέες που ήθελαν αναμόρφωση η θάνατο. Αν τους έψαχνες δεν θα ανακάλυπτες σώμα, παρά μια περγαμηνή όπου επάνω της αναγράφονταν τσιτάτα κομματικά και κώδικες και μηνύματα που τα μετέφεραν από τόπο σε τόπο ώστε να διοχετεύσουν το σαράκι τους σε κάθε τάξη. Τους σύστηνε ως ανεξίθρησκους, ως προδότες, ως μικρόβια της τάξης, ως υβριστές της θρησκείας, ως σκουλήκια που όμως δεν τους άξιζε ούτε σπιθαμή γης για να ταφούν.

Στην αναταραχή του κοιμητηρίου ως φαίνεται κάποτε όλα πήραν τον δρόμο τους, αφού πρώτα χρειάστηκε να ειδοποιηθεί και να έρθει - ώρες μετά εφόσον ήταν σε συμβούλιο - ο αντιπρόσωπος του κοινοτάρχη ώστε να τους εξηγήσει πως ο νεκρός σαν κάτοικος αυτής της χώρας, δικαιούται δυο μέτρα να ταφεί.
Χάριν κόπωσης - μάλλον - αποδέχτηκε το πλήθος των εξαγριωμένων συμβιβαστική όσον και χαριστική λύση και εις την οποίαν

«θα διαφαινόταν η γενναιοδωρία του έθνους απέναντι στους πολίτες του, ακόμα και στους προδότες, δίνοντας διαρκή μαθήματα στους μάρτυρες, με πόσον σκληρόν μα και επιδέξιον τρόπον θα έπρεπε να διαφεντεύουν τα παιδιά τους ώστε να εμποδίζονται από τοιούτου είδους μιαρές παρεκκλίσεις».

Ο λόγος ανήκε στον εκπρόσωπο της κοινότητας και είχε ως αποτέλεσμα την βαθμιαία αποδοχή της ήττας των φανατισμένων θρησκευόμενων, εξάλλου η απόφαση πως θα θαβόταν δέκα μέτρα μακριά από τον τελευταίο τάφο του κοιμητηρίου, εγγυόταν την απάλειψη της μιαρής γειτνίασης. «Άσε που ο «χειμώνας δεν είχε τελειώσει και κακώς εκτέθηκαν στον κίνδυνο της διαρκούς βροχής για κάποιον αφορεσμένο και ουδόλως να παραξενεύονταν και οι οικείοι του και οι ελαστικές αρχές, αν στα τρίχρονα έβρισκαν άλιωτο το κουφάρι του κουμουνιστή» .

 Όταν ο διευθυντής είδε από μακριά πως έφυγαν οι χωρικοί, διάταξε τον οδηγό να πλησιάσει κι άλλο το κοιμητήριο.  Επέτρεψε μάλιστα να βγάλουν τα καλάθια του φαγητού τους ώστε να τιμήσουν τα γονεϊκά τους εδέσματα και αφού ανασηκώσουν τις κουρτίνες να απολαμβάνουν τρώγοντας, το παράλληλο θέαμα της κοινωνικής απομόνωσης - ακόμα και μετά τον θάνατον - που ακολουθούσε την συνομοταξία αυτών των «ανθρωποειδών» ενόσω αυτός θα τους εξηγούσε τις λεπτομέρειες και τις συνθήκες της νομιμοφρόσυνης συμπεριφοράς που όφειλε κάθε πολίτης αυτού του έθνους, ανδρός η γυναικός, ώστε να μαθαίνουν την “εξευτελιστική μα απολύτως απαραίτητη εμπειρία της αποπομπής του κομμουνιστού”.

Η Βιργινία δίχως να αγγίσει το καλάθι με το φαγητό, παρακολουθούσε κάθε κίνηση του μαυροντυμένου νέου. Από τα μαύρα μαλλιά του κυλούσε η βροχή και επιθύμησε να έκρυβε στο ζεστό παλτό της το ωραίο μουσκεμένο του κεφάλι. Της έμοιασε σαν ήρωας άγριου παραμυθιού που κανένας ως τώρα είχε εφεύρει να της διηγηθεί και ευχήθηκε κάποτε να τον αντάμωνε να της μιλούσε γι αυτήν ακριβώς την μέρα.

Εκείνη την στιγμή μια δυνατή και σοβαρή γυναικεία φωνή έσκισε την ησυχία, έσκισε τον ουρανό, έσχισε την γη, έσχισε τα τζάμια του πούλμαν, έσχισε τις ταπετσαρίες, την μορφή του διευθυντή που έπεσε στο λερωμένο πάτωμα, έσκισε και τα μάτια της Βιργινίας στα δυο στα τέσσαρα, στα οκτώ και στα δεκάξι κομμάτια, ράγισε την αρτιότητα της, την πραγματικότητα της, ράγισε αυτήν την ίδια την ύπαρξη της, γυρεύοντας απεγνωσμένα μιαν άκρια, μια γωνιά να τοποθετήσει, αυτήν την φωνή, αυτόν τον ήχο, αυτή την οδύνη.

«Επέσατε θύματα, αδέρφια, εσείς
Σε άνιση Πάλη κι Αγώνα
Ζωή, λευτεριά και τιμή του Λαού
Γυρεύοντας, βρήκατε μνήμα ....»

Φυσικά και δεν επέτρεψε ο σκαιός διευθυντής να ακουστεί όλος ο ύμνος, ώστε να προκάμει να προστατεύσει τα αγνά ώτα των μαθητριών...
«Βάλε μπρός, βάλε όπισθεν, βάλε πρώτη, βάλε ταχύτητα, κατεβάστε τις κουρτίνες, κλείστε τα παράθυρα, βάλε πρώτη κίνα, γρήγορα, τους άπιστους, τους άτιμους, τους λερούς, που θα ρίξουν μικρόβια στα παιδικά μυαλά, τραγουδούν, τραγουδούν μέσα στον ιερό χώρο, τραγουδούν οι μπάσταρδοι, φύγε βλάκα, φύγε γρήγορα, φύγε, φύγε»

   

 
   
  Οι Μαινάδες του Κηφισού της Ελένης Στασινού
παρουσίαση του βιβλίου (εκδόσεις Γκοβόστη 2018)
   
 
   
 video    
   
   
   
   
  Επίλογος παρουσίασης    
 
   
video  
   your device is mobile? click here